top of page
Search

Χωρίς Πυξίδα

  • Writer: Παύλος Ελευθεριάδης
    Παύλος Ελευθεριάδης
  • Mar 17, 2024
  • 8 min read

K Report 17.03.2024





Συχνά λέγεται ότι αυτό που χρειαζόμαστε στην Ελλάδα είναι διευθυντές ή «μάνατζερ». Χορτάσαμε, λένε, από «χαρισματικούς» ηγέτες ή «οραματιστές». Και προσθέτουν ότι η μεταρρύθμιση της χώρας απαιτεί τα «αυτονόητα», ή ότι χρειάζεται απλά κοινός νους. Πιστεύω ότι το επιχείρημα αυτό είναι εσφαλμένο. Θα μας αρκούσαν οι καλύτεροι διευθυντές μόνο αν είχαμε σωστές δομές αλλά κακό προσωπικό. Τα προβλήματά μας είναι διαφορετικά. Έχουμε στρεβλές δομές που εξυπηρετούνται ενίοτε από ανεπαρκές προσωπικό, αλλά συχνά και από πολύ ικανό προσωπικό.


Οι αλλαγές που χρειαζόμαστε δεν είναι στη διαχείριση, αλλά στις δομές. Αυτό μας είπε η έκθεση Πισσαρίδη. Κάτι παρόμοιο ζητούσε το «Ποτάμι» που ιδρύθηκε ως κόμμα ακριβώς πριν δέκα χρόνια, την άνοιξη του 2014. Αυτό ακριβώς έχει απορρίψει με τις επιλογές του ο Πρωθυπουργός.


Αυτό είναι το σημερινό παράδοξο της σημερινής πολιτικής σκηνής. Ενώ η πάλαι ποτέ αντιευρωπαϊκή και λαϊκίστική αντιπολίτευση, ο Σύριζα, αυτοκαταστρέφεται, η κυβέρνηση αντί να παίρνει θαρραλέες και ριζοσπαστικές αποφάσεις για την υιοθέτηση φιλοευρωπαϊκών προτύπων και νέων δομών στην δημόσια διοίκηση, την δικαιοσύνη, την χωροταξία, την παιδεία, όπως π.χ. πρότεινε το πρόγραμμα της έκθεσης Πισσαρίδη αλλά και οι εκθέσεις του ΔΝΤ, συνεχίζει να κυβερνά με ισορροπίες προς ισχυρές ομάδες πίεσης, με ελιγμούς, με αφοσίωση στην επικοινωνία και, τελικά, χωρίς φροντίδα για το μακροπρόθεσμο μέλλον της χώρας.


Δεν γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα στην κυβέρνηση και δεν ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω πως λειτουργεί. Θα ήθελα όμως να διατυπώσω ένα σχόλιο για τις ιδεολογικές καταβολές του συντηρητισμού της. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση είναι δέσμια μιας συντηρητικής ιδεολογικής παραδοχής: δεν πιστεύει ότι οι δομικές μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές σε μια κοινωνία σαν την Ελλάδα.


Η κυβέρνηση αποδέχεται τα δεδομένα της πολιτικής ζωής μας, αφού έτσι μας έχουν παραδοθεί από τις παλαιότερες γενιές. Δεν υιοθετεί μια από τις βασικές παραδοχές της προοδευτικής σκέψης, ότι τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας είναι προϊόν της εξέλιξης και των δομών της, όχι του δήθεν εκ φύσεως «πολιτισμού» ή της «νοοτροπίας» της. Οι κοινωνίες αλλάζουν όταν υπάρχει πολιτική βούληση.


Προσοδοθηρία και ιδεολογία


Ας πούμε εξ’ αρχής ότι η επιλογή των ηγεσιών της Νέας Δημοκρατίας για στασιμότητα δεν είναι παράλογη από μια στενά ωφελιμιστική οπτική γωνία. Είναι αποτέλεσμα της στενής σχέσης της συντηρητικής παράταξης με τις ολιγαρχικές δομές της κοινωνίας μας. Οι κοινωνικές και οικονομικές παθογένειες που βλέπουμε στην Ελλάδα δεν είναι ακριβώς «δυσλειτουργίες», προϊόν ανικανότητας ή ελλιπούς φροντίδας. Οι δήθεν «παθογένειες» είναι η ίδια η λογική του συστήματος, το κεντρικό νευρικό του σύστημα, που ωφελεί τόσο τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις και τα κομματικά ιερατεία.


 Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Το πολιτικό μας σύστημα είναι, όπως τα περισσότερα πολιτικά συστήματα στον κόσμο, ένα σύστημα προσοδοθηρικών θεσμών (extractive institutions) κατά τον ορισμό των Acemoglu & Robinson στο βιβλίο τους «Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη», και όχι ένα σύστημα ενωτικών θεσμών (inclusive institutions), που υπάρχουν κυρίως σε λίγες χώρες και προσιδιάζουν σε ώριμες δημοκρατίες. Οι Acemoglu & Robinson παρατηρούν ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, οι εκλογές και το κράτος δικαίου δεν εγγυώνται αυτόματα την ισοπολιτεία. Αυτή εξαρτάται από τις θεσμικές επιλογές του κάθε κράτους. Εξηγούν ότι μια κοινωνία γίνεται πιο δίκαιη όταν αλλάζει θεσμούς και περιορίζει στην πράξη την οικονομική και κοινωνική ανισότητα, π.χ. με ουσιαστική πολιτική συμμετοχή, παιδεία και κοινωνικό κράτος και ισότητα ευκαιριών.


Παρατηρούν ότι αυτή η πολιτική εξέλιξη άλλαξε πρώτα την Βρετανία κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, με την άνοδο των εξουσιών του κοινοβουλίου και κατόπιν τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Περιγράφουν συνεπώς ένα όραμα ουσιαστικής ισότητας και αναλύουν την εξέλιξη των εθνών σύμφωνα με το πόσο κοντά βρίσκονται σε αυτό.


Οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι, συνεπώς, πάντα στενά ωφελιμιστικές. Κάποτε είναι ιδεολογικές ή οραματικές. Η λέξη «ιδεολογία» συχνά έχει αρνητική χροιά. Δεν είναι όμως όλες οι ιδεολογίες απατηλές. Αντίθετα, υπάρχουν ιδεολογίες – ίσως να τις πούμε πιο σωστά «πολιτικές θεωρίες» - που στηρίζονται στην ανθρώπινη εμπειρία και τον ορθό λόγο. Οι πολιτικές ιδεολογίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εκτεινόμενες από ένα τόξο που ξεκινά από τον συντηρητισμό και καταλήγει στον Ευρωπαϊκό σοσιαλισμό, βασίζονται σε δύο αφηρημένες αρχές, την  ισότητα και την ελευθερία.


Οι αρχές αυτές έχουν συγκεκριμένη εφαρμογή στην περίπτωση της Ελλάδας. Το να σταματήσει η Ελλάδα να στηρίζεται στο πελατειακό κράτος και την προσοδοθηρία κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων και το να φτιάξει σοβαρούς θεσμούς μιας ανοικτής κοινωνίας και οικονομίας, με ίσες ευκαιρίες και δικαιώματα είναι ένα χειροπιαστό, όσο και ιδεαλιστικό, όραμα, που συνδυάζει ακριβώς την ισότητα και ελευθερία.


Πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν συμμερίζεται το σχέδιο αυτό για την Ελλάδα. Δεν το απορρίπτει σε αφηρημένο επίπεδο, ίσως να το προτιμούσε για κάτι που ίσως γίνει σε εκατό ή διακόσια χρόνια. Θεωρεί όμως ματαιοπονία να προσπαθείς να φέρεις Γαλλικούς ή Αγγλικούς ή Γερμανικούς θεσμούς στην σημερινή Ελλάδα, την Ελλάδα του σταυρού προτίμησης, του ρουσφετιού και της «παραταξιακής» λογικής. Γι αυτό  η κυβέρνηση καλλιεργεί μια αντίθετη ιδεολογία της ελληνικής «ιδιαιτερότητας», αυτό που ίσως μπορούμε να περιγράψουμε ως «συντηρητική ανασφάλεια» (όπως υποστήριξα σε ένα προηγούμενο άρθρο μου στο ΚReport). 


Το κύριο χαρακτηριστικό της θεωρίας αυτής, ενός δόγματος της «ανασφαλούς Ελλάδας», είναι η παραδοχή ότι η Ελλάδα διαρκώς «απειλείται», από την Τουρκία, την μετανάστευση, τις «ξενόφερτες» μόδες, ίσως και τους κομμουνιστές. Επειδή απειλείται, δεν μπορεί να έχει τις φιλοδοξίες της Δυτικής Ευρώπης. Η κύρια φροντίδα της είναι η άμυνα από δήθεν «εξωτερικούς» κινδύνους, όχι ο στρατηγικός προγραμματισμός για ένα ούτως ή άλλως ασφαλές μέλλον στο επίκεντρο της Ευρώπης, όπου η Ελλάδα πάντα ανήκε και ανήκει.


Η ιδεολογία της ανασφάλειας


Αν προσέξει κανείς τις προγραμματικές δηλώσεις του το καλοκαίρι του 2023 θα δει ότι ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε μια οπτική χαμηλής φιλοδοξίας για το μέλλον της χώρας, την οποία ο ίδιος βέβαια, κάπως πρώιμα θα έλεγα εγώ, συνέκρινε από το βήμα της βουλής με τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις του Τρικούπη και του Βενιζέλου. Ο Πρωθυπουργός προλόγισε το σχέδιό του τονίζοντας τον ιστορικό ρόλο της κυβέρνησής του λέγοντας:

«Θα μιλήσω, λοιπόν, περιγράφοντας τα χρόνια που έρχονται από μία ευρύτερη, από μια πιο στρατηγική οπτική. Γιατί, πράγματι, όπως δείχνουν όλα, είμαστε πια στο σύνορο ενός νέου ιστορικού τόξου».


Ο πρωθυπουργός ονόμασε το σχέδιό του «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό» και είπε: 


«Έχοντας, λοιπόν, αυτή την βαριά παράδοση η γενιά μας καλείται να δώσει περιεχόμενο στο δικό της εθνικό στόχο, θα τον ονόμαζα ένα «Πολυδιάστατο Εκσυγχρονισμό» και με αυτόν τον όρο εννοώ τη μεγάλη προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει η χώρα μας, να αντιμετωπίσει πολλές παθογένειες σε πολλά μέτωπα …»


Στην συνέχεια παρουσίασε όχι μόνο μια εικόνα της εκσυγχρονισμένης Ελλάδας που επιθυμούσε (ο ίδιος αλλά και «η γενιά μας») αλλά πέντε Ελλάδες ως έναν ενιαίο «εθνικό στόχο», δηλαδή: «την Παραγωγική Ελλάδα, την Κοινωνική Ελλάδα, τη Ψηφιακή και Πράσινη Ελλάδα, τη Δίκαιη Ελλάδα και ασφαλώς την Ισχυρή Ελλάδα.» Πιστεύω ότι η επιλογή των πέντε Ελλάδων (που είναι τελικά έξι, εφόσον η Πράσινη και Ψηφιακή μάλλον μετρούν για δύο) για το «νέο ιστορικό τόξο» της εποχής μας, δείχνει την αμηχανία του κυβερνητικού επιτελείου που ακόμα δεν είναι σίγουρο για την Ελλάδα που θέλει να δει.


Οι πέντε Ελλάδες συγκρούονται η μία με την άλλη. Δεν μπορεί συνεπώς να είναι και οι πέντε το ίδιο επιθυμητές. Η «πράσινη» (και «ψηφιακή») Ελλάδα κάποτε θα βάλει φρένο στην «παραγωγική» Ελλάδα και αντιστρόφως, ιδίως αν οι εργολάβοι αναζητούν να κτίσουν βίλες σε κάθε πλαγιά της χώρας και μέσα σε κάθε βουνοκορφή, δάσος και περιβόλι, ή αν η κυβέρνηση τελικά νομιμοποιήσει όλα τα αυθαίρετα και πουλήσει όλες τις παραλίες και όλα τα βουνά σε εφοπλιστές. Κάποτε η «ισχυρή» Ελλάδα θα υιοθετήσει λογικές επείγουσας ανάγκης (π.χ. σύνορα) που δεν μπορεί να είναι σύμφωνες με την «δίκαιη» Ελλάδα (απορρίπτοντας για παράδειγμα το διεθνές δίκαιο, όπως κάνει π.χ. για το δίκαιο του εναερίου χώρου). Επίσης η «ψηφιακή» (και «πράσινη») Ελλάδα σίγουρα δεν μπορεί να είναι πλήρως σύμφωνη με την «κοινωνική» Ελλάδα, αφού μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αποκλείονται από τα οφέλη της, ιδίως οι πιο φτωχοί και όσοι έχουν ελλιπή μόρφωση. Τα διλήμματα αυτά είναι δυστυχώς υπαρκτά σε όλη την Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα.


Το αποτέλεσμα της παράθεσης των πέντε (ή έξι) Ελλάδων από τον Πρωθυπουργό είναι ότι ένας παρατηρητής δεν έχει ιδέα για τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Όλα είναι πιθανά, και άρα δεν έχει ειπωθεί τίποτα. Αν μάλιστα διατρέξει κάποιος την ομιλία θα δει ότι αυτή αποτελείται από έναν κατάλογο από επιμέρους βελτιώσεις σε θέματα της καθημερινότητας. Δεν υπάρχει μάλιστα κανένα σχόλιο ή ανάλυση για τους λόγους που υπάρχουν σήμερα τα προβλήματα αυτά. Αναφέρονται μόνο ως ουρανοκατέβατες «στρεβλώσεις», που μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο στο πλαίσιο μιας - ανασφαλούς - αντίληψης της Ελλάδας σε διαρκή άμυνα από διάχυτους κινδύνους.


Η πυξίδα του κ. Μητσοτάκη δεν δείχνει έναν νοητό Βορρά, ένα σημείο προσανατολισμού. Μας δείχνει, αντίθετα, πέντε (ή έξι) διαφορετικά σημεία του ορίζοντα, έτσι ώστε αν θέλουμε να ακολουθήσουμε την σκέψη του στριφογυρίζουμε δεξιά και αριστερά χωρίς συνοχή ή βεβαιότητα. Το επικοινωνιακό σύνθημα του «πολυδιάστατου» εκσυγχρονισμού δεν ήταν παρά μια πρόχειρη προσπάθεια να δώσουμε κάποιο θετικό πρόσημο στην ατολμία, την σύγχυση και την αμεριμνησία.


Εκσυγχρονισμός και ηγεσία


Εδώ θα ωφελούσε να συγκρίνουμε την ομιλία αυτή με την αντίστοιχη ομιλία του Κώστα Σημίτη στην αρχή της δεύτερης τετραετίας του ως Πρωθυπουργού, τον Μάρτιο του 2000. Τότε ο Κώστας Σημίτης παρουσίασε ένα πολύ απλούστερο σχήμα, με ένα συγκροτημένο και εύληπτο σχέδιο, που έχει πλέον καθιερωθεί ως ένα πλαίσιο του Ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού της χώρας. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το περιεχόμενό του και η θητεία του κ. Σημίτη χαρακτηρίζεται από τον έναν αυτόν στόχο.


Ξεκίνησε την ομιλία του θέτοντας την Ελλάδα στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο, εξηγώντας ότι το μέλλον μας θα κριθεί από το πώς θα τοποθετηθούμε μέσα στην ΕΕ – αν θα είμαστε στον πυρήνα ή την περιφέρεια.  Έλεγε τότε ο κ. Σημίτης:


«Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε το μέλλον των Ελλήνων εξαρτάται από τη θέση της Ελλάδας στη διεθνή σκηνή και στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Κυρίως όμως από την ισχύ της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την ισότιμη και δυναμική συμμετοχή μας, θεσμική και οικονομική, κρίνεται η πολιτική ισχύς μας.».


Η προτεραιότητα αυτή, η «δυναμική συμμετοχή» μας στον πυρήνα της ΕΕ, αφορούσε την ερχόμενη τετραετία. Ο στόχος αυτός είχε διατυπωθεί ως κάτι συγκεκριμένο και εφικτό. Ήταν μια πραγματική πυξίδα.


Νομίζω τα είκοσι τέσσερα χρόνια που πέρασαν από τότε έχουν επιβεβαιώσει πλήρως την σκέψη του τότε Πρωθυπουργού. Η ιδεολογική του κατεύθυνση για την κατά το δυνατόν καλύτερη προσαρμογή της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο ήταν να ξεχάσουμε τον ελληνικό «εξαιρετισμό» και να διδαχθούμε από τα παραδείγματα των φίλων και γειτόνων μας ανοίγοντας τους ορίζοντές μας, χωρίς ανασφάλεια και χωρίς φοβίες. Η θέση του ήταν και είναι ότι το μέλλον μας εξαρτάται από την σωστή προσαρμογή μας (και αυτό το είπε δέκα χρόνια πριν την χρεοκοπία μας που έγινε ακριβώς επειδή δεν προσαρμοστήκαμε στις απαιτήσεις της Ευρωζώνης).


Το δεύτερο σημείο της ομιλίας του εστιάστηκε σε μια προτεραιότητα (και όχι πέντε). Αυτή ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη:


«Οι έννοιες που οφείλουν να κατευθύνουν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας είναι η ανάπτυξη και η ολοκλήρωση του κοινωνικού κράτους. Πρώτη και κύρια επιδίωξη να ανεβάσουμε το επίπεδο της ζωής όλων των Ελλήνων, ώστε να συγκλίνει προς τα επίπεδα ζωής των άλλων λαών της Ευρώπης. Να διαμορφώσουμε στέρεες συνθήκες που διευρύνουν δυνατότητες και ευκαιρίες».


Από εκεί ξεκίνησαν όλες οι άλλες επιμέρους διακηρύξεις του τότε πρωθυπουργού. Με βάση αυτές τις δύο συμπληρωματικές και όχι συγκρουόμενες σκέψεις ο τότε πρωθυπουργός ξεδίπλωσε τον σχεδιασμό του ξεκινώντας από την ένταξη στην ΟΝΕ και συνεχίζοντας με την ανταγωνιστικότητα, καινοτομία, ασφάλιση κλπ.


Οι προτεραιότητές του Κώστα Σημίτη ήταν «ιδεολογικές» με την σωστή έννοια: εξέφραζαν μια συνεκτική πολιτική και φιλοευρωπαϊκή ιδεολογία ή φιλοσοφία, που εξηγούσε ποιος ωφελείται από τις δήθεν «δυσλειτουργίες» της κοινωνίας μας. Γι αυτό επεδίωκε «διαρθρωτικές» αλλαγές για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας. Έκτοτε έχει αναλύσει περισσότερο τις σκέψεις του αυτές στην αυτοβιογραφία του Δρόμοι Ζωής (εκδόσεις Πόλις).


Ο Σημίτης πάντα τοποθετούσε τον εαυτό του στον αντίποδα της πελατειακής λογικής της μεταπολεμικής Δεξιάς, τους διωγμούς της οποίας είχε ζήσει από μικρό παιδί. Έδινε τεράστια έμφαση στους θεσμούς, στην μέθοδο λειτουργίας των κρατικών οργάνων, στο κράτος δικαίου και ίδρυσε κάποιες από τις πιο σημαντικές Ανεξάρτητες Αρχές που έχουμε σήμερα. Οι δύο θητείες του δεν ήταν διαχείριση της καθημερινότητας. Ήταν επίδειξη ηγετικότητας, που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει.


Η επιστροφή της ιδεολογίας


Ζούμε, πιστεύω, την επιστροφή της ιδεολογίας στην πολιτική μας ζωή. Η ιδέα της απλά σοβαρής διαχείρισης ήταν χρήσιμη την περίοδο της κρίσης και ιδιαίτερα αναγκαία για να αλλάξει την καταστροφική πορεία της κυβέρνησης Τσίπρα/Καμμένου, αλλά έχασε πλέον την χρησιμότητά της. Χρειαζόμαστε μια φιλοευρωπαϊκή νέα πυξίδα για δομικές αλλαγές στην δημόσια διοίκηση, τους θεσμούς, τη χωροταξία, το περιβάλλον, την ενεργειακή μετάβαση, την εξωτερική πολιτική, την παιδεία. Οι στρεβλές δομές της χώρας μας ξέρουν να αναπαράγονται. Οι δομές αυτές δεν θα αλλάξουν επειδή τους το ζήτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση ή ο ακαδημαϊκός κόσμος ή ο ξένος τύπος. Θα αλλάξουν μόνο αν αποφασίσουμε ότι είναι εφικτό να τις αλλάξουμε. Δεν χρειαζόμαστε άλλα άδεια συνθήματα, αλλά ξεκάθαρες πολιτικές αποφάσεις για αλλαγή. 


(*) Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Νομικής στα Πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης και της Οξφόρδης. Το 2014 ήταν ιδρυτικό μέλος στο Ποτάμι.

 

 
 
 

Comments


  • Facebook
  • Twitter
  • YouTube
  • Pinterest
  • Tumblr Social Icon
  • Instagram

© 2020 by Pavlos Eleftheriadis

bottom of page